ἀνθρακιά: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρᾰκιά:''' -ᾶς, Επικ. -ιή, <i>-ῆς</i>, <i>ἡ</i> ([[ἄνθραξ]]),<br /><b class="num">1.</b> [[σωρός]] από ξυλοκάρβουνα, ζεστή [[θράκα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνθρακιᾶς [[ἄπο]], [[ζεστός]] από τη [[χόβολη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μαύρη [[αιθαλώδης]] [[στάχτη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνθρᾰκιά:''' -ᾶς, Επικ. -ιή, <i>-ῆς</i>, <i>ἡ</i> ([[ἄνθραξ]]),<br /><b class="num">1.</b> [[σωρός]] από ξυλοκάρβουνα, ζεστή [[θράκα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνθρακιᾶς [[ἄπο]], [[ζεστός]] από τη [[χόβολη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μαύρη [[αιθαλώδης]] [[στάχτη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρᾰκιά:''' ион. [[ἀνθρακιή|ἀνθρᾰκιή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> раскаленный уголь, жар Hom., Eur., Arph., Plut.: τιθέναι τινὰ ἐπὶ ἀνθρακιῇ и τίθεσθαί τινα ἀνθρακιήν Anth. жечь кого-л. на медленном огне, перен. заставлять сгорать от любви;<br /><b class="num">2)</b> сажа Anth.
}}
}}