μασταρύζω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαστᾰρύζω:''' μόνο σε ενεστ., [[μουρμουρίζω]], λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''μαστᾰρύζω:''' μόνο σε ενεστ., [[μουρμουρίζω]], λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''μαστᾰρύζω:''' вяло жевать губами, бормотать, мямлить (ὑπὸ [[γήρως]] Arph.).
}}
}}