3,277,119
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαστᾰρύζω:''' μόνο σε ενεστ., [[μουρμουρίζω]], λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | |lsmtext='''μαστᾰρύζω:''' μόνο σε ενεστ., [[μουρμουρίζω]], λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαστᾰρύζω:''' вяло жевать губами, бормотать, мямлить (ὑπὸ [[γήρως]] Arph.). | |||
}} | }} |