μέγαρον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέγᾰρον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεγάλος]] [[χώρος]] ή [[δωμάτιο]]· [[ιδίως]], κεντρική [[αίθουσα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γυναικωνίτης]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., [[οικία]], [[παλάτι]], όπως το Λατ. [[aedes]], [[επειδή]] το [[οίκημα]] αποτελείται από [[πολλά]] δωμάτια, σε Όμηρ.· <i>ἐν μεγάροις</i>, στην [[οικία]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> το [[δωμάτιο]] του ναού, όπου δίνονται οι χρησμοί, [[ιερό]], ο [[τόπος]] λατρείας, σε Ηρόδ.· με αυτήν την [[έννοια]] [[πάντοτε]], όπως το Λατ. [[aedes]], στον ενικ.
|lsmtext='''μέγᾰρον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεγάλος]] [[χώρος]] ή [[δωμάτιο]]· [[ιδίως]], κεντρική [[αίθουσα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γυναικωνίτης]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., [[οικία]], [[παλάτι]], όπως το Λατ. [[aedes]], [[επειδή]] το [[οίκημα]] αποτελείται από [[πολλά]] δωμάτια, σε Όμηρ.· <i>ἐν μεγάροις</i>, στην [[οικία]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> το [[δωμάτιο]] του ναού, όπου δίνονται οι χρησμοί, [[ιερό]], ο [[τόπος]] λατρείας, σε Ηρόδ.· με αυτήν την [[έννοια]] [[πάντοτε]], όπως το Λατ. [[aedes]], στον ενικ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέγᾰρον:''' τό<b class="num">1)</b> (главный) зал (μ. [[πλεῖον]] δαιτυμόνων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. женский покой (ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινεν, sc. [[Πηνελόπεια]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> спальня (εὕδειν ἐν μεγάρῳ Hom.);<br /><b class="num">4)</b> преимущ. pl. дом, дворец, палаты ([[γηρασκέμεν]] ἐν μεγάροισιν Hom.);<br /><b class="num">5)</b> прорицалище храма (ἐν Δελφοῖσι Her.);<br /><b class="num">6)</b> тж. pl. святилище, внутренность храма Her.
}}
}}