3,274,917
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥῑγεδᾰνός:''' -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να ανατριχιάσει απ' το [[κρύο]], [[τσουχτερός]], [[παγερός]], [[ψυχρός]]· μεταφ., ῥιγεδανὴ [[Ἑλένη]], η Ελένη, το όνομα της οποίας προκαλεί σε κάποιον ρίγη, [[φρίκη]], [[επομένως]], η φρικτή Ελένη, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ῥῑγεδᾰνός:''' -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να ανατριχιάσει απ' το [[κρύο]], [[τσουχτερός]], [[παγερός]], [[ψυχρός]]· μεταφ., ῥιγεδανὴ [[Ἑλένη]], η Ελένη, το όνομα της οποίας προκαλεί σε κάποιον ρίγη, [[φρίκη]], [[επομένως]], η φρικτή Ελένη, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥῑγεδᾰνός:''' <b class="num">1)</b> холодный, ледяной ([[πηγυλίς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> бросающий в дрожь, ужасный ([[Ἑλένη]] Hom.). | |||
}} | }} |