φιλοχρήματος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοχρήμᾰτος:''' -ον ([[χρῆμα]]), αυτός που αγαπά τα χρήματα, αυτός που του αρέσουν τα χρήματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ φιλοχρήματον</i>, = [[φιλοχρηματία]], στον ίδ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Διόδ.· επίρρ., [[φιλοχρημάτως]] ἔχειν, = <i>φιλοχρηματεῖν</i>, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''φῐλοχρήμᾰτος:''' -ον ([[χρῆμα]]), αυτός που αγαπά τα χρήματα, αυτός που του αρέσουν τα χρήματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ φιλοχρήματον</i>, = [[φιλοχρηματία]], στον ίδ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Διόδ.· επίρρ., [[φιλοχρημάτως]] ἔχειν, = <i>φιλοχρηματεῖν</i>, σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοχρήμᾰτος:''' жадный к деньгам, сребролюбивый Xen., Plat., Arst., Plut., Diod.
}}
}}