πωλομάχος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πωλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από [[άλογο]] ή από [[άρμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πωλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από [[άλογο]] ή από [[άρμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πωλομάχος:''' сражающийся с коня или с колесницы ([[Νίκη]] Anth.).
}}
}}