αἱματόω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[αἷμα]]), [[ματώνω]], [[κηλιδώνω]] με [[αίμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''αἱμᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[αἷμα]]), [[ματώνω]], [[κηλιδώνω]] με [[αίμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμᾰτόω:''' обагрять кровью (τι Eur.; τὸ [[ὕδωρ]] ᾑματωμένον Thuc.; ἀκόντια ᾑματωμένα Xen.).
}}
}}