Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλομίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(33)
 
(3b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πλόμος]]<br />[[ναρκώνω]] ψάρια με φλόμο και τά [[ψαρεύω]], φλομίζω, [[φλομώνω]] («τοὺς ἐν ποταμοῑς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας»).
|mltxt=Α [[πλόμος]]<br />[[ναρκώνω]] ψάρια με φλόμο και τά [[ψαρεύω]], φλομίζω, [[φλομώνω]] («τοὺς ἐν ποταμοῑς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας»).
}}
{{elru
|elrutext='''πλομίζω:''' глушить коровяком (τοὺς [[ἰχθῦς]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Greek Monolingual

Α πλόμος
ναρκώνω ψάρια με φλόμο και τά ψαρεύω, φλομίζω, φλομώνω («τοὺς ἐν ποταμοῑς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας»).

Russian (Dvoretsky)

πλομίζω: глушить коровяком (τοὺς ἰχθῦς Arst.).