βουπλήξ: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουπλήξ:''' -ῆγος, ὁ ([[πλήσσω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κεντρί]] του βοδιού, βούκεντρο, Λατ. [[stimulus]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τσεκούρι]] προς [[σφαγή]] των βοδιών, σε Ανθ.
|lsmtext='''βουπλήξ:''' -ῆγος, ὁ ([[πλήσσω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κεντρί]] του βοδιού, βούκεντρο, Λατ. [[stimulus]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τσεκούρι]] προς [[σφαγή]] των βοδιών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουπλήξ:''' πλῆγος ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> остроконечная палка (которой погоняли быков), стрекало Hom., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> жертвенный топор Anth.
}}
}}