ἀρχή: Difference between revisions

1,946 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχή:''' ἡ ([[ἄρχω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αρχή]], [[ξεκίνημα]], [[έναρξη]], πρώτη [[αιτία]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με πρόθ., ἐξ ἀρχῆς - [[ἀρχῆθεν]], από την [[αρχή]], από [[παλιά]], [[ανέκαθεν]], σε Ηρόδ.· ἐξἀρχῆς [[πάλιν]], εκ νέου, και [[πάλι]], σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>ἀπ' ἀρχῆς</i>, σε Ηρόδ., Τραγ.· <i>κατ' ἀρχάς</i>, στην [[αρχή]], αρχικώς, σε Ηρόδ.· απόλ., σε αιτ., [[ἀρχήν]], εν πρώτοις, πρώτιστα, στον ίδ.· <i>ἀρχὴν οὐ</i>, αναμφισβήτητα όχι, [[καθόλου]], Λατ. [[omnino]] [[non]], στον ίδ., Αττ.· με αριθμητικά, <i>ἀρχὴν ἕπτα</i>, συνολικά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τέλος]], [[άκρη]] επιδέσμου, σχοινιού, σεντονιού, στον ίδ., Ευρ., Κ.Δ.<br /><b class="num">II. 1.</b> πρώτη [[εξουσία]] ή [[δύναμη]], ανώτατη [[αρχή]], [[κυριαρχία]], [[διοίκηση]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. πράγμ., ἀρχὴ [[τῶν]] [[νεῶν]] τῆς θαλάσσης, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ανώτατη [[αρχή]], υπέρτατη [[εξουσία]], [[βασίλειο]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> στον πεζό λόγο, [[εξουσία]], [[αρχή]], [[αξίωμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, [[διάρκεια]] ενός αξιώματος, τὴν ἐνιαυσίαν [[ἀρχήν]], σε Θουκ.· αυτά τα αξιώματα αποκτώνται με [[δύο]] τρόπους, <i>χειροτονητή</i>, με [[εκλογή]], μέσω ανάτασης χειρών, <i>κληρωτή</i>, μέσω κλήρου, σε Αισχίν.<br /><b class="num">4.</b> σε πληθ., <i>αἱ ἀρχαί</i>, άρχοντες, «οι αρχές», δηλ. η [[κυβέρνηση]], σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀρχή:''' ἡ ([[ἄρχω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αρχή]], [[ξεκίνημα]], [[έναρξη]], πρώτη [[αιτία]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με πρόθ., ἐξ ἀρχῆς - [[ἀρχῆθεν]], από την [[αρχή]], από [[παλιά]], [[ανέκαθεν]], σε Ηρόδ.· ἐξἀρχῆς [[πάλιν]], εκ νέου, και [[πάλι]], σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>ἀπ' ἀρχῆς</i>, σε Ηρόδ., Τραγ.· <i>κατ' ἀρχάς</i>, στην [[αρχή]], αρχικώς, σε Ηρόδ.· απόλ., σε αιτ., [[ἀρχήν]], εν πρώτοις, πρώτιστα, στον ίδ.· <i>ἀρχὴν οὐ</i>, αναμφισβήτητα όχι, [[καθόλου]], Λατ. [[omnino]] [[non]], στον ίδ., Αττ.· με αριθμητικά, <i>ἀρχὴν ἕπτα</i>, συνολικά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τέλος]], [[άκρη]] επιδέσμου, σχοινιού, σεντονιού, στον ίδ., Ευρ., Κ.Δ.<br /><b class="num">II. 1.</b> πρώτη [[εξουσία]] ή [[δύναμη]], ανώτατη [[αρχή]], [[κυριαρχία]], [[διοίκηση]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. πράγμ., ἀρχὴ [[τῶν]] [[νεῶν]] τῆς θαλάσσης, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ανώτατη [[αρχή]], υπέρτατη [[εξουσία]], [[βασίλειο]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> στον πεζό λόγο, [[εξουσία]], [[αρχή]], [[αξίωμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, [[διάρκεια]] ενός αξιώματος, τὴν ἐνιαυσίαν [[ἀρχήν]], σε Θουκ.· αυτά τα αξιώματα αποκτώνται με [[δύο]] τρόπους, <i>χειροτονητή</i>, με [[εκλογή]], μέσω ανάτασης χειρών, <i>κληρωτή</i>, μέσω κλήρου, σε Αισχίν.<br /><b class="num">4.</b> σε πληθ., <i>αἱ ἀρχαί</i>, άρχοντες, «οι αρχές», δηλ. η [[κυβέρνηση]], σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρχή:''' дор. [[ἀρχά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> начало, основание, происхождение (τινος Hom.): (τὸ) ἐξ и ἀπ᾽ ἀρχῆς Pind., Her., Xen., Plat., (τὸ) κατ᾽ ἀρχάς Plat., (τὴν) [[ἀρχήν]] Soph., Plat., Arst. и τὰς ἀρχάς Polyb. с самого начала, первоначально, прежде всего; (τὴν) ἀρχὴν οὐ или μή Soph., Her. etc. совсем не(т), нисколько; ἀρχὴν κλύειν ἂν οὐκ [[ἐβουλόμην]] Soph. я хотел бы вовсе (этого) не слышать; ἔφη τὴν ἀρχὴν οὐ [[δεῖν]] ἐμὲ [[δεῦρο]] [[εἰσελθεῖν]] Plat. он сказал, что мне вообще не следовало приходить сюда; ἀρχὴν βάλλεσθαι Plat. или [[ὑποθέσθαι]] Dem. положить начало;<br /><b class="num">2)</b> край, конец, предел (τοῦ στρόφου Her.; ἀρχαὶ πεισμάτων Eur.);<br /><b class="num">3)</b> начало, первопричина, основа, принцип (πράξεων Dem.; ἐπιστημονικαί Arst.);<br /><b class="num">4)</b> господство (κατὰ θάλατταν Xen.);<br /><b class="num">5)</b> начальствование, командование (τῶν [[νεῶν]] Thuc.);<br /><b class="num">6)</b> управление, власть (χθονός Soph.);<br /><b class="num">7)</b> государственная должность (ἀρχὴν εἰσιέναι Dem.; ἀ. χειροτονητή Aeschin.);<br /><b class="num">8)</b> империя, царство (Κύρου Her., Xen.);<br /><b class="num">9)</b> представитель власти (лицо или ведомство) (ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἄλλαι ἀρχαί Thuc.).
}}
}}