ἀκρόπολις: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρόπολις:''' ποιητ. ἀκρό-πτολις, <i>-εως</i>, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> η ανώτερη πόλη, δηλ. η [[ακρόπολη]], το [[φρούριο]], Λατ. [[arx]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· [[ιδίως]] η Ακρόπολη των Αθηνών, η οποία χρησίμευε σαν θησαυροφυλακίο ή [[ταμείο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, οχυρό, [[οχύρωμα]], [[προπύργιο]] άμυνας, σε Θέογν.
|lsmtext='''ἀκρόπολις:''' ποιητ. ἀκρό-πτολις, <i>-εως</i>, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> η ανώτερη πόλη, δηλ. η [[ακρόπολη]], το [[φρούριο]], Λατ. [[arx]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· [[ιδίως]] η Ακρόπολη των Αθηνών, η οποία χρησίμευε σαν θησαυροφυλακίο ή [[ταμείο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, οχυρό, [[οχύρωμα]], [[προπύργιο]] άμυνας, σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρόπολις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> расположенная на возвышенности укрепленная часть города, акрополь, цитадель, кремль Hom., Her., Aesch.: Φοκέων ἀ. Eur. = γῆ [[Δελφίς]];<br /><b class="num">2)</b> афинский Акрополь Thuc.: ἀνενεχθῆναι εἰς ἀκρόπολιν или γεγράφθαι ἐν τῇ ἀκροπόλει Dem. быть внесенным в списки афинского Акрополя (где находилось казначейство), т. е. стать должником государства;<br /><b class="num">3)</b> перен. твердыня, оплот (τῆς ψυχῆς Plat.; τοῦ σώματος Arst.).
}}
}}