3,274,916
edits
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμβῐβάζω:''' μτβ. του [[συμβαίνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] στο ίδιο [[σημείο]] — Παθ., συνάπτομαι ή συμπλέκομαι από κοινού, συσχηματίζομαι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[συμφιλιώνω]], [[μονοιάζω]], [[ειρηνεύω]], διαλάσσω, σε Ηρόδ.· [[συμβιβάζω]] τινά τινι, [[συμφιλιώνω]] κάποιον με κάποιον [[άλλο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τοποθετώ]] δίπλα δίπλα, δηλ. [[παραβάλλω]], [[αντιπαραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[εξετάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αποδεικνύω]] δια της λογικής, σε Αριστ., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συμβῐβάζω:''' μτβ. του [[συμβαίνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] στο ίδιο [[σημείο]] — Παθ., συνάπτομαι ή συμπλέκομαι από κοινού, συσχηματίζομαι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[συμφιλιώνω]], [[μονοιάζω]], [[ειρηνεύω]], διαλάσσω, σε Ηρόδ.· [[συμβιβάζω]] τινά τινι, [[συμφιλιώνω]] κάποιον με κάποιον [[άλλο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τοποθετώ]] δίπλα δίπλα, δηλ. [[παραβάλλω]], [[αντιπαραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[εξετάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αποδεικνύω]] δια της λογικής, σε Αριστ., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμβῐβάζω:''' [causat. к [[συμβαίνω]]<br /><b class="num">1)</b> приводить к соглашению, примирять (τινά τινι Her.): συμβιβάζων εἰς τὸ [[μέσον]] Plat. мировой посредник;<br /><b class="num">2)</b> сопоставлять, разбирать, исследовать (τὰ λεγόμενα Plat.);<br /><b class="num">3)</b> логически доказывать, (умо)заключать, выводить (τι ἔκ τινος Arst.);<br /><b class="num">4)</b> наставлять, учить (τινά NT). | |||
}} | }} |