κυνοῦχος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυνοῦχος:''' ὁ ([[ἔχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[σκύλο]], [[λουρί]] σκύλου, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] σκύλου, που χρησιμοποιείται στο [[κυνήγι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κυνοῦχος:''' ὁ ([[ἔχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[σκύλο]], [[λουρί]] σκύλου, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] σκύλου, που χρησιμοποιείται στο [[κυνήγι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνοῦχος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> собачий ошейник Anth.;<br /><b class="num">2)</b> охот. мешок из собачьей шкуры Xen.<br />удерживающий собак ([[κλοιός]] Anth.).
}}
}}