ἐπιμελητής: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμελητής:''' -οῦ, ὁ ([[ἐπιμελέομαι]]), αυτός που έχει την [[φροντίδα]], την [[επιμέλεια]] ενός πράγματος, [[διοικητής]], [[διευθυντής]], [[επιμελητής]], [[επιστάτης]], [[επόπτης]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπιμελητής:''' -οῦ, ὁ ([[ἐπιμελέομαι]]), αυτός που έχει την [[φροντίδα]], την [[επιμέλεια]] ενός πράγματος, [[διοικητής]], [[διευθυντής]], [[επιμελητής]], [[επιστάτης]], [[επόπτης]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμελητής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> попечитель, руководитель, заведующий, тж. начальник, глава (τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων Arph.; παιδείας и περὶ τῆς παιδείας Plat.; τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Xen.): ἐ. τῶν μυστηρίων Dem. распорядитель мистерий; ἐ. τῶν νεωρίων Dem. начальник верфи; ἐ. τῶν δημοσίων προσόδων Plut. главный казначей; ἐ. τοῦ ἐμπορίου Dem., Arst. смотритель рынка; ἐ. ἵππων Plat. ухаживающий за лошадьми, конюх; ἐ. τῆς οὐραγίας Polyb. начальник арьергарда;<br /><b class="num">2)</b> наместник, управитель (τῆς Τριφυλίας Polyb.; ἐπιμελητήν τινα καταστῆσαι εἰς νομόν τινα Arst.).
}}
}}