ἄναλος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄναλος]], -ον) [[ἅλς]] αυτός που δεν περιέχει [[αλάτι]], [[ανάλατος]], [[αναλάτιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[χάρη]] ή [[νοστιμιά]], [[άχαρος]], «[[ανάλατος]]».
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄναλος]], -ον) [[ἅλς]] αυτός που δεν περιέχει [[αλάτι]], [[ανάλατος]], [[αναλάτιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[χάρη]] ή [[νοστιμιά]], [[άχαρος]], «[[ανάλατος]]».
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνᾰλος:''' <b class="num">1)</b> несоленый, приготовленный без соли ([[ἄρτος]] Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> утративший соленость (τὸ [[ἅλας]] NT).
}}
}}