ὕπαρ: Difference between revisions

506 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπᾰρ:''' τό, άκλ.,<br /><b class="num">I.</b> [[οπτασία]], όραμα που βλέπει [[κάποιος]] ενώ είναι [[ξύπνιος]], αντίθ. προς το [[ὄναρ]](όνειρο, [[φαντασίωση]]), οὐκ [[ὄναρ]], ἀλλ' [[ὕπαρ]], όχι ψεύτικο, απατηλό όνειρο, [[αλλά]] πραγματικό [[γεγονός]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> η αιτ. χρησιμ. ως επίρρ., σε [[εγρήγορση]], στο ξύπνιο, σε Πλάτ.· [[ὄναρ]] ἢ [[ὕπαρ]] [[ζῆν]], [[διέρχομαι]], περνώ την [[ζωή]] (απο)κοιμισμένος ή [[ξύπνιος]], σε [[εγρήγορση]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ὕπαρ]], [[πράγματι]], όντως, στον ίδ.
|lsmtext='''ὕπᾰρ:''' τό, άκλ.,<br /><b class="num">I.</b> [[οπτασία]], όραμα που βλέπει [[κάποιος]] ενώ είναι [[ξύπνιος]], αντίθ. προς το [[ὄναρ]](όνειρο, [[φαντασίωση]]), οὐκ [[ὄναρ]], ἀλλ' [[ὕπαρ]], όχι ψεύτικο, απατηλό όνειρο, [[αλλά]] πραγματικό [[γεγονός]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> η αιτ. χρησιμ. ως επίρρ., σε [[εγρήγορση]], στο ξύπνιο, σε Πλάτ.· [[ὄναρ]] ἢ [[ὕπαρ]] [[ζῆν]], [[διέρχομαι]], περνώ την [[ζωή]] (απο)κοιμισμένος ή [[ξύπνιος]], σε [[εγρήγορση]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ὕπαρ]], [[πράγματι]], όντως, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπᾰρ:''' <b class="num">I</b> (ῠ) τό indecl. явь, действительность: οὐκ [[ὄναρ]], ἀλλ᾽ ὕ. Hom. не сон, а явь; (ὀνείρατα), ἃ χρὴ ὕ. [[γενέσθαι]] Aesch. сновидения, которые должны осуществиться наяву.<br /><b class="num">II</b> adv. наяву, в действительности: οὔτ᾽ [[ὄναρ]] οὔθ᾽ ὕ. Plat. ни во сне, ни наяву.
}}
}}