συνόδους: Difference between revisions

4b
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει συνεχή και πλατιά δόντια ώστε να εφαρμόζουν [[μεταξύ]] τους όταν κλείνει το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού με πλατιά και [[πυκνά]] δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όδους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>όδους</i>)].
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει συνεχή και πλατιά δόντια ώστε να εφαρμόζουν [[μεταξύ]] τους όταν κλείνει το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού με πλατιά και [[πυκνά]] δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όδους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>όδους</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''συνόδους:''' όδοντος adj. со слитными зубами, сростнозубый (sc. ζῷα Arst.).
}}
}}