εὕρημα: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὕρημα:''' -ατος, τό ([[εὑρεῖν]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφεύρεση]], [[ανακάλυψη]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[εφεύρεση]] [[χάριν]] ενός πράγματος, [[θεραπεία]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που βρίσκεται απροσδόκητα, ανέλπιστα, δηλ. παραπλήσιο του <i>Ἕρμαιον</i>, [[ευτύχημα]], θεόσταλτη [[τύχη]], αναπάντεχη [[τύχη]], [[κέρδος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[παιδί]], έκθετο [[βρέφος]], εγκαταλελειμμένο τέκνο, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''εὕρημα:''' -ατος, τό ([[εὑρεῖν]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφεύρεση]], [[ανακάλυψη]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[εφεύρεση]] [[χάριν]] ενός πράγματος, [[θεραπεία]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που βρίσκεται απροσδόκητα, ανέλπιστα, δηλ. παραπλήσιο του <i>Ἕρμαιον</i>, [[ευτύχημα]], θεόσταλτη [[τύχη]], αναπάντεχη [[τύχη]], [[κέρδος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[παιδί]], έκθετο [[βρέφος]], εγκαταλελειμμένο τέκνο, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὕρημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> выдумка, изобретение (τύμπανα, Ῥέας εὑρήματα Eur.; [[νόμος]] εὕ. [[θεῶν]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> средство (против чего-л.) (τὰ τῶν ἰατρῶν εὑρήματα Dem.);<br /><b class="num">3)</b> способ, выход, спасение (τῆς ξυμφορᾶς Eur.): εὕ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Thuc. (Никий сказал, что) выход заключается в риске;<br /><b class="num">4)</b> (счастливая) находка (εὑρήμασι [[πλούσιος]] ἐγένετο Her.);<br /><b class="num">5)</b> (неожиданное) счастье, удача: εὕ. εὕρηκε Her. ему повезло;<br /><b class="num">6)</b> найденыш (εὕ. δέχεσθαι ἔκ τινος Soph.).
}}
}}