ἀμάω: Difference between revisions

1,082 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμάω:''' [ᾱ] στον Όμηρ., <i>ᾰ</i> στους μεταγενέστερους ποιητές]· παρατ. [[ἤμων]], μέλ. <i>ἀμήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἤμησα]], Επικ. [[ἄμησα]] — Μέσ. μέλ. <i>ἀμήσομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀμήσατο</i> — Παθ. παρακ. <i>ἤμημαι</i>, [[θερίζω]] [[σιτάρι]], απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· μεταφ., ἤμησαν [[καλῶς]], θέρισαν άφθονη [[σοδειά]], σε Αισχύλ.· ομοίως με αιτ., [[θερίζω]], [[μάλα]] κεν βαθὺ [[λήϊον]].. εἰς ὥρας [[ἀμῷεν]], σε Ομήρ. Οδ.· ὡς ἀμήσων τὸν [[σῖτον]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κόβω]] καλάμια κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> στη Μέσ., [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], [[συμμαζεύω]], όπως οι θεριστές συγκεντρώνουν το [[σιτάρι]], <i>ἀμησάμενοι</i> ([[γάλα]]), έχοντας συλλέξει [[γάλα]]· ομοίως στην Ενεργ., <i>ἀμήσας κόνιν</i>, έχοντας ξύσει μαζί το [[έδαφος]] πάνω από ένα [[πτώμα]], σε Ανθ. (από τη√<i>ΜΑ</i> με [[προσθήκη]] <i>α ευφωνικού</i>, πρβλ. Λατ. <i>MET-O</i>, [[θερίζω]], [[κόβω]]).
|lsmtext='''ἀμάω:''' [ᾱ] στον Όμηρ., <i>ᾰ</i> στους μεταγενέστερους ποιητές]· παρατ. [[ἤμων]], μέλ. <i>ἀμήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἤμησα]], Επικ. [[ἄμησα]] — Μέσ. μέλ. <i>ἀμήσομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀμήσατο</i> — Παθ. παρακ. <i>ἤμημαι</i>, [[θερίζω]] [[σιτάρι]], απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· μεταφ., ἤμησαν [[καλῶς]], θέρισαν άφθονη [[σοδειά]], σε Αισχύλ.· ομοίως με αιτ., [[θερίζω]], [[μάλα]] κεν βαθὺ [[λήϊον]].. εἰς ὥρας [[ἀμῷεν]], σε Ομήρ. Οδ.· ὡς ἀμήσων τὸν [[σῖτον]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κόβω]] καλάμια κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> στη Μέσ., [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], [[συμμαζεύω]], όπως οι θεριστές συγκεντρώνουν το [[σιτάρι]], <i>ἀμησάμενοι</i> ([[γάλα]]), έχοντας συλλέξει [[γάλα]]· ομοίως στην Ενεργ., <i>ἀμήσας κόνιν</i>, έχοντας ξύσει μαζί το [[έδαφος]] πάνω από ένα [[πτώμα]], σε Ανθ. (από τη√<i>ΜΑ</i> με [[προσθήκη]] <i>α ευφωνικού</i>, πρβλ. Λατ. <i>MET-O</i>, [[θερίζω]], [[κόβω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμάω:''' (ᾱμ и ᾰμ) (реже med.)<br /><b class="num">1)</b> жать, убирать (урожай) ([[λήϊον]] Hom.; [[σῖτον]] Her.; [[θέρος]] Arph.): [[καλῶς]] ἤμησαν Aesch. они собрали обильную жатву, перен. им повезло;<br /><b class="num">2)</b> срезывать, собирать (ὄροφον [[λειμωνόθεν]] Hom.; θαλλόν Theocr.; σχοῖνον Anth.): τὴν ἐλευθερίαν ἀ. Plut. пожинать плоды свободы;<br /><b class="num">3)</b> сливать ([[γάλα]] ἐν ταλάροισιν Hom.);<br /><b class="num">4)</b> насыпать: κρατὸς [[ὕπερθε]] κόνιν ἀ. Anth. посыпать голову прахом (в знак траура); γαῖάν τινι ἀμήσασθαι Anth. насыпать над кем-л. могильный холм;<br /><b class="num">5)</b> скашивать, перен. истреблять, уничтожать (ἔγχει γονάς τινος Anth.).
}}
}}