παλίντονος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίντονος:''' -ον ([[τείνω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που τείνει προς τα [[πίσω]], αυτός που γέρνει προς τα [[πίσω]], επίθ. που λέγεται για το [[τόξο]], σε Όμηρ. Δηλώνει τη [[μορφή]] του ομηρ. τόξου, το οποίο όταν του βγάζουν τη [[χορδή]], τείνει προς μια [[κατεύθυνση]] αντίθετη από αυτή που παίρνει όταν πρωτοτεντώνεται.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡνίαι παλίντονοι</i>, [[ηνία]] που τεντώνονται προς τα [[πίσω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πᾰλίντονος:''' -ον ([[τείνω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που τείνει προς τα [[πίσω]], αυτός που γέρνει προς τα [[πίσω]], επίθ. που λέγεται για το [[τόξο]], σε Όμηρ. Δηλώνει τη [[μορφή]] του ομηρ. τόξου, το οποίο όταν του βγάζουν τη [[χορδή]], τείνει προς μια [[κατεύθυνση]] αντίθετη από αυτή που παίρνει όταν πρωτοτεντώνεται.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡνίαι παλίντονοι</i>, [[ηνία]] που τεντώνονται προς τα [[πίσω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίντονος:''' <b class="num">1)</b> вновь распрямляющийся, т. е. упругий, по по друг. дважды изогнутый (в середине и на концах) (τόξα Hom.): π. [[ἁρμονίη]] κόσμου [[ὥσπερ]] λύρης καὶ τόξου Heracl. ap. Plut. мировая гармония, в которой, подобно лире и луку, напряжение чередуется с ослаблением;<br /><b class="num">2)</b> слетающий или спущенный с упругого лука, т. е. стремительный (βέλη Aesch.).
}}
}}