Anonymous

ἄκλειστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκλειστος:''' -ον, Ιων. [[ἀκλήιστος]], Αττ. [[ἄκλῃστος]]· ([[κλείω]]), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''ἄκλειστος:''' -ον, Ιων. [[ἀκλήιστος]], Αττ. [[ἄκλῃστος]]· ([[κλείω]]), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκλειστος:''' стяж. [[ἄκλῃστος]] 2 незапертый (δώματα Eur. [[λιμήν]] Thuc.; πύλαι Xen.; τὰ τῶν λιμένων στόματα Plut.).
}}
}}