ἄπιχθυς: Difference between revisions

1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπιχθυς]], -υ (AM) [[ιχθύς]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> μικρό, ευτελές [[ψάρι]], που δεν τρώγεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει δοκιμάσει [[ψάρι]].
|mltxt=[[ἄπιχθυς]], -υ (AM) [[ιχθύς]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> μικρό, ευτελές [[ψάρι]], που δεν τρώγεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει δοκιμάσει [[ψάρι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπιχθυς:''' υ, gen. υος не употребляющий в пищу рыбы Arph.
}}
}}