ἔνοχος: Difference between revisions

1,194 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνοχος:''' ὁ ([[ἐνέχω]]), αυτός που ενέχεται, δηλ. είναι [[υπεύθυνος]] για, [[υπόχρεος]] για [[κάτι]], υποκείμενος σε κάποιον, με δοτ., σε Πλάτ.· <i>ἔν. θανάτου</i> (ενν. <i>ζημίᾳ</i>), υποκείμενος στην [[τιμωρία]] του θανάτου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἔνοχος:''' ὁ ([[ἐνέχω]]), αυτός που ενέχεται, δηλ. είναι [[υπεύθυνος]] για, [[υπόχρεος]] για [[κάτι]], υποκείμενος σε κάποιον, με δοτ., σε Πλάτ.· <i>ἔν. θανάτου</i> (ενν. <i>ζημίᾳ</i>), υποκείμενος στην [[τιμωρία]] του θανάτου, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνοχος:''' <b class="num">1)</b> подверженный, подлежащий (ζημίαις πάσαις Lys.; ταῖς μεγίσταις τιμωρίαις Dem.): ἔ. θανάτου Diod. подлежащий смертной казни; ἔ. τῇ παροιμίᾳ, ἐν ἦ [[φαμέν]] … Arst. к нему можно применить пословицу, в которой говорится …; τοιαύταις [[δόξαις]] γεγένηνται ἐνοχοι Arst. они прониклись такого же рода мнениями; πᾶσι τούτοις ἔνοχοι τυγχάνουσιν Isocr. они оказываются в этом именно положении; ἔ. νόμῳ Plat., Arst., Dem.; подвластный закону;<br /><b class="num">2)</b> (тж. ἔ. τῇ αἰτίᾳ Arst.) (за что-л.) ответственный, повинный, виновный (τινι, реже τινος Lys., Plat., Arst., Dem., редко περί τι Arst.): κατὰ πάντ᾽ ἔ. ὢν τῇ γραφῇ Aeschin. признанный виновным по всем пунктам обвинения.
}}
}}