νησιώτης: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νησιώτης:''' -ου, ὁ ([[νῆσος]]), θηλ. -ῶτις, -ιδος· Δωρ. νᾱσ-,<br /><b class="num">I.</b> [[κάτοικος]] νησιού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που ανήκει ή βρίσκεται σε [[νησί]], [[νησιωτικός]], σε Ηρόδ., Ευρ.· [[νησιῶτις]] [[πέτρα]], [[βράχος]] που βρίσκεται σε [[νησί]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''νησιώτης:''' -ου, ὁ ([[νῆσος]]), θηλ. -ῶτις, -ιδος· Δωρ. νᾱσ-,<br /><b class="num">I.</b> [[κάτοικος]] νησιού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που ανήκει ή βρίσκεται σε [[νησί]], [[νησιωτικός]], σε Ηρόδ., Ευρ.· [[νησιῶτις]] [[πέτρα]], [[βράχος]] που βρίσκεται σε [[νησί]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νησιώτης:''' <b class="num">I</b> дор. νᾱσιώτᾱς, ου 2 островной ([[βίος]] Eur.; [[λαός]] Pind.; [[πόλις]] Her.).<br /><b class="num">II</b> дор. νᾱσιώτᾱς, ου ὁ островитянин Her., Thuc., Arph. etc.
}}
}}