3,258,334
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίδοσις:''' -εως, ἡ ([[ἀντιδίδωμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[προσφορά]] σε [[αντάλλαγμα]], σε [[ανταπόδοση]], σε Αριστ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, [[διαδικασία]] ενώπιον του δικαστηρίου, κατά την οποία [[κάποιος]] [[πολίτης]] στον οποίο είχε ανατεθεί μια [[λειτουργία]] ή [[εισφορά]] που θεωρούσε δυσανάλογη ως προς την [[περιουσία]] του, μπορούσε να προτείνει σε κάποιον [[άλλο]] πολίτη, τον οποίο θεωρούσε πλουσιότερο από εκείνον και μη [[υποκείμενο]] στην [[ίδια]] [[φορολογία]], να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους ή να αναλάβει [[εκείνος]] το [[βάρος]] της εισφοράς, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀντίδοσις:''' -εως, ἡ ([[ἀντιδίδωμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[προσφορά]] σε [[αντάλλαγμα]], σε [[ανταπόδοση]], σε Αριστ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, [[διαδικασία]] ενώπιον του δικαστηρίου, κατά την οποία [[κάποιος]] [[πολίτης]] στον οποίο είχε ανατεθεί μια [[λειτουργία]] ή [[εισφορά]] που θεωρούσε δυσανάλογη ως προς την [[περιουσία]] του, μπορούσε να προτείνει σε κάποιον [[άλλο]] πολίτη, τον οποίο θεωρούσε πλουσιότερο από εκείνον και μη [[υποκείμενο]] στην [[ίδια]] [[φορολογία]], να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους ή να αναλάβει [[εκείνος]] το [[βάρος]] της εισφοράς, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίδοσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> воздаяние, возмещение, отплата (ὕβρεως Luc.);<br /><b class="num">2)</b> обмен (αἰχμαλώτων Diod.): αἱ τῶν φορτίων ἀντιδόσεις Diod. товарообмен; ἀ. κατ᾽ ἀναλογίαν Arst. пропорциональный обмен;<br /><b class="num">3)</b> антидоза, обмен имуществом (афинск. гражданин, считавший, что возложенная на него обществ. обязанность сопряжена с непосильными для него расходами, мог предложить своему более богатому согражданину на выбор: или принять эту обязанность на себя, или поменяться имуществом) Lys., Isocr., Dem., Arst., Plut.: καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν τριηραρχίας Xen. вызывать кого-л. в суд по поводу принятия на себя (вместо другого) триерархии; καταστῆναι χορηγὸς ἐξ ἀντιδόσεως Dem. принять на себя обязанности хорега в порядке антидозы. | |||
}} | }} |