βολέω: Difference between revisions

103 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βολέω:''' ενεστ.· βρίσκεται μόνο στην Παθ. μτχ. παρακ. [[βεβολημένος]], «χτυπημένος» από [[θλίψη]], σε Όμηρ.· [[βεβολήατο]], Επικ. γʹ πληθ. υπερσ.
|lsmtext='''βολέω:''' ενεστ.· βρίσκεται μόνο στην Παθ. μτχ. παρακ. [[βεβολημένος]], «χτυπημένος» από [[θλίψη]], σε Όμηρ.· [[βεβολήατο]], Επικ. γʹ πληθ. υπερσ.
}}
{{elru
|elrutext='''βολέω:''' (Hom.; part. pf. pass. βεβολημενος) = [[βάλλω]].
}}
}}