ὀβριμοεργός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀβρῐμοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που βιαιοπραγεί, [[ανόσιος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀβρῐμοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που βιαιοπραγεί, [[ανόσιος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβρῐμοεργός:''' дерзновенный, нечестивый, преступный Hom., Hes.
}}
}}