ἀγρεῖος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρεῖος:''' -α, -ον ([[ἀγρός]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ζει ή βρίσκεται στην [[εξοχή]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[άξεστος]], [[αγροίκος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀγρεῖος:''' -α, -ον ([[ἀγρός]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ζει ή βρίσκεται στην [[εξοχή]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[άξεστος]], [[αγροίκος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρεῖος:''' <b class="num">1)</b> полевой, степной ([[πλάτανος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> досл. деревенский, перен. мужицкий, грубый (ἀ. καὶ [[σκαιός]] Arph.).
}}
}}