3,277,649
edits
(31) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[παρακύπτω]]<br /><b>1.</b> το να σκύβει [[κανείς]] [[προς]] τα [[πλάγια]] προκειμένου να δει [[προς]] το εσωτερικό ενός χώρου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ὄνου [[παράκυψις]]» — λέγεται για άτομα που περιπαίζονται ή συκοφαντούνται από όλους. | |mltxt=ἡ, Α [[παρακύπτω]]<br /><b>1.</b> το να σκύβει [[κανείς]] [[προς]] τα [[πλάγια]] προκειμένου να δει [[προς]] το εσωτερικό ενός χώρου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ὄνου [[παράκυψις]]» — λέγεται για άτομα που περιπαίζονται ή συκοφαντούνται από όλους. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράκυψις -εως, ἡ [παρακύπτω] het (nieuwsgierig) om een hoekje kijken, spreekw.. ὄνου π. de nieuwsgierigheid van een ezel Luc. 39.45. | |||
}} | }} |