παράκυψις: Difference between revisions

nl
(31)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[παρακύπτω]]<br /><b>1.</b> το να σκύβει [[κανείς]] [[προς]] τα [[πλάγια]] προκειμένου να δει [[προς]] το εσωτερικό ενός χώρου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ὄνου [[παράκυψις]]» — λέγεται για άτομα που περιπαίζονται ή συκοφαντούνται από όλους.
|mltxt=ἡ, Α [[παρακύπτω]]<br /><b>1.</b> το να σκύβει [[κανείς]] [[προς]] τα [[πλάγια]] προκειμένου να δει [[προς]] το εσωτερικό ενός χώρου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ὄνου [[παράκυψις]]» — λέγεται για άτομα που περιπαίζονται ή συκοφαντούνται από όλους.
}}
{{elnl
|elnltext=παράκυψις -εως, ἡ [παρακύπτω] het (nieuwsgierig) om een hoekje kijken, spreekw.. ὄνου π. de nieuwsgierigheid van een ezel Luc. 39.45.
}}
}}