κράτιστος: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κράτιστος:''' [ᾰ], -η, -ον, Επικ. κάρτ-, υπερθ. σχηματισμένος από το [[κρατύς]]· ([[κράτος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο ισχυρότερος, ο δυνατότερος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>Λημνίων τὸ κρ</i>., οι καλύτεροι από τους άνδρες τους, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, καρτίστη [[μάχη]], η πιο βίαιη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[καλύτερος]], ο [[πλέον]] [[εξαίρετος]] ως υπερθ. του [[ἀγαθός]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>οἱ κράτιστοι</i>, όπως το <i>οἱ βέλτιστοι</i>, λέγεται για την [[αριστοκρατία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> ουδ. πληθ. <i>κράτιστα</i>, ως επίρρ., [[πολύ]] [[καλά]], στον ίδ.· ο εν [[χρήσει]] συγκρ. είναι [[κρείσσων]], βλ. αυτ.
|lsmtext='''κράτιστος:''' [ᾰ], -η, -ον, Επικ. κάρτ-, υπερθ. σχηματισμένος από το [[κρατύς]]· ([[κράτος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο ισχυρότερος, ο δυνατότερος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>Λημνίων τὸ κρ</i>., οι καλύτεροι από τους άνδρες τους, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, καρτίστη [[μάχη]], η πιο βίαιη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[καλύτερος]], ο [[πλέον]] [[εξαίρετος]] ως υπερθ. του [[ἀγαθός]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>οἱ κράτιστοι</i>, όπως το <i>οἱ βέλτιστοι</i>, λέγεται για την [[αριστοκρατία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> ουδ. πληθ. <i>κράτιστα</i>, ως επίρρ., [[πολύ]] [[καλά]], στον ίδ.· ο εν [[χρήσει]] συγκρ. είναι [[κρείσσων]], βλ. αυτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κράτιστος -η -ον, ep. κάρτιστος [κρατερός] superl. sterkst:. ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν (de adelaar) zowel de sterkste als de snelste onder de vogels Il. 21.253; καρτίστη μάχη de zwaarste strijd Il. 6.185. best, voortreffelijkst, met εἰς + acc., of πρός + acc., of ἔν + dat. in een bepaald opzicht; met acc.:; κράτιστοι τὴν ψυχήν met de grootste geestkracht Thuc. 2.40.3; met inf.:; κράτιστοι εἶναι τοῦτο ποιεῖν de beste te zijn om dat te doen Thuc. 2.81.8; met pred. ptc.:; τῶν ἡλίκων κράτιστος ἀκοντίζων καὶ τοξεύων de beste van zijn leeftijgenoten met speer en boog Xen. Cyr. 1.3.15; κράτιστόν ἐστι het is het beste Od. 12.120; later aanspreektitel hoogedele:; κράτιστε Φῆλιξ hoogedele Felix NT Act. Ap. 24.3; subst..; οἱ κράτιστοι de aristocratie Xen. Hell, 7.1.42; n. plur. adv. κράτιστα op de beste wijze.
}}
}}