παραβαίνω: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]], -[[βέβαα]], μτχ. -[[βεβώς]], Επικ. <i>-βεβαώς</i>· αόρ. βʹ [[παρέβην]]· — Παθ., αορ. αʹ [[παρεβάθην]] [ᾰ]· παρακ. <i>παραβέβασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προχωρώ]] πέρα από [[κάτι]], με δοτ.· Ἕκτορι [[παρβεβαώς]], [[στέκομαι]] δίπλα στον Έκτορα μέσα στο [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>παρβεβαῶτε ἀλλήλοιιν</i>, στο ίδ.· ομοίως ο παρατ. [[παρέβασκε]] χρησιμ. ως = ἦν [[παραβάτης]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περνάω]] δίπλα ή πιο πέρα, [[προσπερνώ]], [[παραβαίνω]], τὰ [[νόμιμα]], σε Ηρόδ.· [[δίκην]], σε Αισχύλ.· [[τὰς]] σπονδάς, σε Αριστοφ., Θουκ.· απόλ., <i>παραβάντες</i>, οι παραβάτες, σε Αισχύλ. — Παθ., [[παραβιάζομαι]], καταπατώμαι, σπονδὰς ἅς γε ὁ θεὸς νομίζει [[παραβεβάσθαι]], σε Θουκ.· <i>νόμῳ παραβαθέντι</i>, στον ίδ.· <i>παραβαινομένων</i>, απόλ., παρόλο που γίνονται παραβάσεις, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]], [[παραλείπω]], σε Σοφ., Δημ.· οὔμε παρέβα [[φάσμα]], δεν μου διέφυγε, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[προχωρώ]] [[εμπρός]], [[παραβαίνω]] πρὸς τὸ [[θέατρον]], εμφανίζομαι [[μπροστά]] για να μιλήσω στους θεατές (δηλ. στη [[σκηνή]]), σε Αριστοφ.· πρβλ. [[παράβασις]] III.
|lsmtext='''παραβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]], -[[βέβαα]], μτχ. -[[βεβώς]], Επικ. <i>-βεβαώς</i>· αόρ. βʹ [[παρέβην]]· — Παθ., αορ. αʹ [[παρεβάθην]] [ᾰ]· παρακ. <i>παραβέβασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προχωρώ]] πέρα από [[κάτι]], με δοτ.· Ἕκτορι [[παρβεβαώς]], [[στέκομαι]] δίπλα στον Έκτορα μέσα στο [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>παρβεβαῶτε ἀλλήλοιιν</i>, στο ίδ.· ομοίως ο παρατ. [[παρέβασκε]] χρησιμ. ως = ἦν [[παραβάτης]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περνάω]] δίπλα ή πιο πέρα, [[προσπερνώ]], [[παραβαίνω]], τὰ [[νόμιμα]], σε Ηρόδ.· [[δίκην]], σε Αισχύλ.· [[τὰς]] σπονδάς, σε Αριστοφ., Θουκ.· απόλ., <i>παραβάντες</i>, οι παραβάτες, σε Αισχύλ. — Παθ., [[παραβιάζομαι]], καταπατώμαι, σπονδὰς ἅς γε ὁ θεὸς νομίζει [[παραβεβάσθαι]], σε Θουκ.· <i>νόμῳ παραβαθέντι</i>, στον ίδ.· <i>παραβαινομένων</i>, απόλ., παρόλο που γίνονται παραβάσεις, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]], [[παραλείπω]], σε Σοφ., Δημ.· οὔμε παρέβα [[φάσμα]], δεν μου διέφυγε, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[προχωρώ]] [[εμπρός]], [[παραβαίνω]] πρὸς τὸ [[θέατρον]], εμφανίζομαι [[μπροστά]] για να μιλήσω στους θεατές (δηλ. στη [[σκηνή]]), σε Αριστοφ.· πρβλ. [[παράβασις]] III.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-βαίνω, ep. imperf. iter. 3 sing. παρέβασκε; aor. pass. παρεβάθην; perf. παραβέβηκα, ep. ptc. παρβεβαώς, dual. παρβεβαῶτε, Ion. plqperf. 3\n sing. παρεβεβήκεε; med.-pass. παραβέβασμαι, zelden later παραβέβαμαι;\n fut. pass. παραβαθήσομαι met acc. overtreden:; τὰ νόμιμα π. de gebruiken overtreden Hdt. 1.65.5; τὰς σπονδάς π. de verdragen schenden Aristoph. Av. 461; met acc. van pers.:; τίνα δαιμόνων παραβάντες τάδε ἀναπίμπλαμεν; tegen welke godheid hebben we gezondigd dat we dit moeten doorstaan? Hdt. 6.12.3; pass.:; ἀμύνατε … τῷ … νόμῳ ὑπὸ τῶνδε παραβαθέντι jullie moeten de wet die door deze mensen is overtreden beschermen Thuc. 3.67.6; παραβαινομένων omdat overtredingen gemaakt bleven worden Thuc. 3.45.3; ptc. subst. ὁ παραβαίνων de overtreder:. ὁ παραβαίνων οὐθὲν ἂν … κατορθώσειεν de overtreder kan niets meer herstellen Aristot. Pol. 1325b5. voorbijgaan aan, achterwege laten:. ἔστιν ἃ τῶν ψηφισμάτων παρέβην enige besluiten heb ik achterwege gelaten Dem. 18.211. met dat. gaan staan naast; perf. staan naast:. Ἕκτορι παρβεβαώς naast Hector staand Il. 11.522. intrans. naar voren treden, van acteurs, spec. in kom. parabasis:. π. πρὸς τὸ θέατρον zich tot het publiek wenden Aristoph. Ach. 629.
}}
}}