σύγκολλος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκολλος:''' -ον ([[κόλλα]]), κολλημένος, συγκολλημένος· επίρρ., <i>συγκόλλως ἔχειν</i>, σε απόλυτη [[αρμογή]], [[συμφωνία]] με, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σύγκολλος:''' -ον ([[κόλλα]]), κολλημένος, συγκολλημένος· επίρρ., <i>συγκόλλως ἔχειν</i>, σε απόλυτη [[αρμογή]], [[συμφωνία]] με, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύγκολλος -ον, Att. ook ξύγκολλος [σύν, κόλλα] alleen adv. συγκόλλως in overeenstemming met, met dat.; σ. ἔχειν in overeenstemming zijn Aeschl. Ch. 542.
}}
}}