τριγλώχις: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριγλώχῑς:''' -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρεις]] ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τριγλώχῑς:''' -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρεις]] ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=τριγλώχις -ινος [τρι -, γλωχίς] met drie spitsen:. ὀιστῷ τριγλώχινι met een pijl met drie weerhaken Il. 5.393.
}}
}}