3,277,218
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καρχᾰρόδους:''' ὁ, ἡ, -ουν, τό, αυτός που έχει κοφτερά δόντια, λέγεται για τα σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιδόμενο στον Κλέωνα από τον Αριστοφ. | |lsmtext='''καρχᾰρόδους:''' ὁ, ἡ, -ουν, τό, αυτός που έχει κοφτερά δόντια, λέγεται για τα σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιδόμενο στον Κλέωνα από τον Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καρχαρόδους -όδοντος [κάρχαρος, ὀδούς] met scherpe tanden. | |||
}} | }} |