πνιγμός: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πνιγμός:''' ὁ ([[πνίγω]]), [[πνίξιμο]] ή [[πνιγμός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''πνιγμός:''' ὁ ([[πνίγω]]), [[πνίξιμο]] ή [[πνιγμός]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=πνιγμός -οῦ, ὁ [πνίγω] verstikking.
}}
}}