3,274,216
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεφᾰλαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν. | |lsmtext='''κεφᾰλαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεφαλαλγής -ές [κεφαλαλγία] hoofdpijn hebbend. hoofdpijn veroorzakend:. καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδὺ μέν, κεφαλαλγὲς δέ en het was ook lekker bij de drank, maar het bezorgde je hoofdpijn Xen. An. 2.3.15. | |||
}} | }} |