πραγματεύομαι: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πραγμᾰτεύομαι:''' ([[πρᾶγμα]]), Ιων. πρηγμ-, αόρ. αʹ <i>ἐπραγματευσάμην</i> και <i>ἐπραγματεύθην</i>, παρακ. <i>πεπραγμάτευμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ασχολούμαι]] ή [[φροντίζω]] κάποιον, [[καταβάλλω]] κόπο, σε Ηρόδ., Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασχολούμαι]] με κάποια [[εργασία]], [[καταναλώνω]] τον χρόνο μου σε [[εργασία]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] με μόχθο και [[κούραση]], [[επιχειρώ]], σε Πλάτ.· λέγεται για συγγραφείς, [[επεξεργάζομαι]] μια [[εργασία]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους ιστορικούς συγγραφείς, [[επεξεργάζομαι]] συστηματικώς, σε Πολύβ.· <i>οἱ πραγματευόμενοι</i>, οι συστηματικοί ιστοριογράφοι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> παρακ. <i>πεπραγμάτευμαι</i>, επίσης με Παθ. [[σημασία]], [[τυγχάνω]] επίπονης εργασίας και απασχόλησης, σε Πλάτ., Αισχίν.
|lsmtext='''πραγμᾰτεύομαι:''' ([[πρᾶγμα]]), Ιων. πρηγμ-, αόρ. αʹ <i>ἐπραγματευσάμην</i> και <i>ἐπραγματεύθην</i>, παρακ. <i>πεπραγμάτευμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ασχολούμαι]] ή [[φροντίζω]] κάποιον, [[καταβάλλω]] κόπο, σε Ηρόδ., Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασχολούμαι]] με κάποια [[εργασία]], [[καταναλώνω]] τον χρόνο μου σε [[εργασία]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] με μόχθο και [[κούραση]], [[επιχειρώ]], σε Πλάτ.· λέγεται για συγγραφείς, [[επεξεργάζομαι]] μια [[εργασία]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους ιστορικούς συγγραφείς, [[επεξεργάζομαι]] συστηματικώς, σε Πολύβ.· <i>οἱ πραγματευόμενοι</i>, οι συστηματικοί ιστοριογράφοι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> παρακ. <i>πεπραγμάτευμαι</i>, επίσης με Παθ. [[σημασία]], [[τυγχάνω]] επίπονης εργασίας και απασχόλησης, σε Πλάτ., Αισχίν.
}}
{{elnl
|elnltext=πρᾱγματεύομαι, Ion. πρηγματεύομαι [πρᾶγμα] med., soms aor. -θη, Ion. ptc. aor. πρηγματευσάμενος, ptc. aor. πρηγματευθείς moeite doen, zich inspannen:. οὐδὲν ἔτι πρηγμαθευθέντες zonder er verder nog moeite aan te besteden Hdt. 2.87.3; μηδὲν πραγματεύου doe geen moeite Thphr. Char. 18.9; πρῶτον... τὰ περὶ τὴν τάφην δεῖ πραγματευθῆναι er moet eerst een begrafenis georganiseerd worden Men. Asp. 252. handeldrijven, zakendoen:. π. ἀπ ’ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν zakendoen in handel en bancaire activiteiten Plut. CMi 59.3. zorgvuldig behandelen, intensief bezig zijn met:; δοκεῖ ἁ λογιστικὰ... τᾶς γεωμετρικᾶς ἐναργεστέρω πραγματεύεσθαι ἃ θέλει de rekenkunde lijkt duidelijker uit te werken wat zij bedoelt dan de geometrie Archyt. B 4; ὁ δὲ τοῦτ ’ ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου μάλιστ ’ ἐπραγματεύετο daar was hij de hele tijd al heel intensief mee bezig Dem. 18.26; met περί + acc..; Ζήνωνος... πραγματευομένου... περὶ φύσιν van Zeno, die college gaf over de natuur Plut. Per. 4.5; ook pass., meestal perf.. ποιήματα ἅ μοι ἐδόκει μάλιστα πεπραγματεῦσθαι αὐτοῖς gedichten waaraan naar mijn indruk zeer veel aandacht besteed was door hen Plat. Ap. 22b.
}}
}}