3,277,119
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μετρώ]] [[ανάμεσα]], [[καταμετρώ]], [[υπολογίζω]], <i>χῶρον δ</i>., [[μετρώ]] τις παρυφές για τη [[μονομαχία]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ἡμέρα]] διαμεμετρημένη, υπολογισμένος [[χρόνος]] από την [[κλεψύδρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαιρώ]] μετρώντας σε μέρη, [[διανέμω]], σε Ξεν. κ.λπ. — Μέσ., έχω αποδώσει σε κάποιον κατά το ισχύον μέτρο, [[εκλαμβάνω]] ως [[μερίδιο]], Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ξεν. | |lsmtext='''διαμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μετρώ]] [[ανάμεσα]], [[καταμετρώ]], [[υπολογίζω]], <i>χῶρον δ</i>., [[μετρώ]] τις παρυφές για τη [[μονομαχία]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ἡμέρα]] διαμεμετρημένη, υπολογισμένος [[χρόνος]] από την [[κλεψύδρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαιρώ]] μετρώντας σε μέρη, [[διανέμω]], σε Ξεν. κ.λπ. — Μέσ., έχω αποδώσει σε κάποιον κατά το ισχύον μέτρο, [[εκλαμβάνω]] ως [[μερίδιο]], Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-μετρέω meten:; χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον eerst pasten zij een terrein af Il. 3.315; ook med.:; καλὸν πεδίον σχοίνῳ διαμετρήσασθαι een fraaie vlakte met een meetlint opmeten Hdt. 1.66.2; pass.: πρὸς διαμεμετρημένην τὴν ἡμέραν in overeenstemming met de toegemeten tijd Dem. 19.120. verdelen: οὐδὲ διεμέτρησεν οὐδὲν τοῖς στρατιώταις en ook verdeelde hij niets onder de soldaten Xen. An. 7.1.40; προῖκα τοὐμοῦ διαμετρήσας na mijn bruidsschat in tweeën te hebben verdeeld Men. Dysc. 738 intrans. astrol. diametraal tegenover staan. | |||
}} | }} |