τροφιώδης: Difference between revisions

nl
(42)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[τρόφις]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θρόμβους, [[θρομβώδης]] («οὖρα τροφιώδεα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (η γεν. πληθ.) <i>τροφιωδέων</i><br />([[κατά]] τον Ερωτιαν.) «σποδιωδῶν τροφιὰ γὰρ ἡ σποδιὰ λέγεται»<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τροφιῶδες</i><br />με θρομβώδη τρόπο («τροφιῶδες οὐρεῑν», Ιπποκρ.).
|mltxt=-ῶδες, Α [[τρόφις]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θρόμβους, [[θρομβώδης]] («οὖρα τροφιώδεα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (η γεν. πληθ.) <i>τροφιωδέων</i><br />([[κατά]] τον Ερωτιαν.) «σποδιωδῶν τροφιὰ γὰρ ἡ σποδιὰ λέγεται»<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τροφιῶδες</i><br />με θρομβώδη τρόπο («τροφιῶδες οὐρεῑν», Ιπποκρ.).
}}
{{elnl
|elnltext=τροφιώδης -ες [τρέφω] stolsels bevattend (van urine). Hp.
}}
}}