καίω: Difference between revisions

58 bytes added ,  31 December 2018
nl
(5)
(nl)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καίω:''' αρχ. Αττ. κάω <i>[ᾱ]</i>, παρατ. <i>ἔκαιον</i>, αρχ. Αττ. <i>ἔκᾱον</i>, Επικ. <i>καῖον</i>· μέλ. [[καύσω]] και [[καύσομαι]], αόρ. αʹ [[ἔκαυσα]], Επικ. [[ἔκηα]] ή <i>ἔκεια</i> και [[χωρίς]] [[αύξηση]] <i>κῆα</i>, προστ. [[κῆον]], αʹ πληθ. υποτ. [[κήομεν]]· ευκτ. [[κήαι]], [[κήαιεν]]· απαρ. [[κῆαι]]· Αττ. μτχ. <i>κέας</i>, [[κέαντες]]· παρακ. <i>κέκαυκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐκαυσάμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>κήαντο</i> — Παθ., μέλ. βʹ <i>κᾰήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκαύθην</i>, αόρ. βʹ [[ἐκάην]] [ᾰ], Επικ. απαρ. [[καήμεναι]]· παρακ. [[κέκαυμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάβω]], [[βάζω]] [[φωτιά]], πυρὰ [[πολλά]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πῦρ]] [[κῆαι]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[πῦρ]] κήαντο, τους άναψαν [[φωτιά]], σε Όμηρ. — Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[βάζω]] [[φωτιά]], [[ανάβω]], [[καίω]] ολοσχερώς, [[πυρπολώ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καίω]], [[καψαλίζω]], [[κοκκινίζω]], [[ξηραίνω]], λέγεται για τον ήλιο, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για υπερβολικό [[ψύχος]], το penetrabile [[frigus]] aduritτου Βιργ., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., λέγεται για την [[θέρμη]] του πυρετού, φλέγομαι, σε Θουκ.· μεταφ., χρησιμοποιείται για το ερωτικό [[πάθος]], σε Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[πυρπολώ]] και [[καταστρέφω]] (στον πόλεμο), <i>τέμνειν καὶκ</i>., <i>κ. καὶ πορθεῖν</i>, [[καταστρέφω]] και [[ερημώνω]] μέσω φωτιάς και ξίφους, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για χειρουργούς, [[καυτηριάζω]], <i>τέμνειν καὶ κάειν</i>, [[χρησιμοποιώ]] [[νυστέρι]] και καυτηριασμό, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''καίω:''' αρχ. Αττ. κάω <i>[ᾱ]</i>, παρατ. <i>ἔκαιον</i>, αρχ. Αττ. <i>ἔκᾱον</i>, Επικ. <i>καῖον</i>· μέλ. [[καύσω]] και [[καύσομαι]], αόρ. αʹ [[ἔκαυσα]], Επικ. [[ἔκηα]] ή <i>ἔκεια</i> και [[χωρίς]] [[αύξηση]] <i>κῆα</i>, προστ. [[κῆον]], αʹ πληθ. υποτ. [[κήομεν]]· ευκτ. [[κήαι]], [[κήαιεν]]· απαρ. [[κῆαι]]· Αττ. μτχ. <i>κέας</i>, [[κέαντες]]· παρακ. <i>κέκαυκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐκαυσάμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>κήαντο</i> — Παθ., μέλ. βʹ <i>κᾰήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκαύθην</i>, αόρ. βʹ [[ἐκάην]] [ᾰ], Επικ. απαρ. [[καήμεναι]]· παρακ. [[κέκαυμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάβω]], [[βάζω]] [[φωτιά]], πυρὰ [[πολλά]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πῦρ]] [[κῆαι]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[πῦρ]] κήαντο, τους άναψαν [[φωτιά]], σε Όμηρ. — Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[βάζω]] [[φωτιά]], [[ανάβω]], [[καίω]] ολοσχερώς, [[πυρπολώ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καίω]], [[καψαλίζω]], [[κοκκινίζω]], [[ξηραίνω]], λέγεται για τον ήλιο, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για υπερβολικό [[ψύχος]], το penetrabile [[frigus]] aduritτου Βιργ., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., λέγεται για την [[θέρμη]] του πυρετού, φλέγομαι, σε Θουκ.· μεταφ., χρησιμοποιείται για το ερωτικό [[πάθος]], σε Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[πυρπολώ]] και [[καταστρέφω]] (στον πόλεμο), <i>τέμνειν καὶκ</i>., <i>κ. καὶ πορθεῖν</i>, [[καταστρέφω]] και [[ερημώνω]] μέσω φωτιάς και ξίφους, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για χειρουργούς, [[καυτηριάζω]], <i>τέμνειν καὶ κάειν</i>, [[χρησιμοποιώ]] [[νυστέρι]] και καυτηριασμό, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=καίω Ion. en later voor κάω.
}}
}}