ἀγανοβλέφαρος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον, αυτός που έχει γλυκά μάτια, [[γλυκό]] [[βλέμμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον, αυτός που έχει γλυκά μάτια, [[γλυκό]] [[βλέμμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγανοβλέφαρος:''' ласково смотрящий Anth.
}}
}}