Οἰδίπους: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Οἰδίπους:''' [ῐ], ὁ ([[οἰδέω]], [[πούς]]), ο Οιδίποδας, δηλ. αυτός που έχει πρησμένα πόδια (βλ. Σοφ. Ο.Τ. 718, Ευρ. Φοίν. 25)· γεν. <i>Οἰδίποδος</i>, [[αλλά]] στους Τραγ., <i>Οἰδίπου</i> (όπως αν προερχόταν από το <i>Οἴδιπος</i>), αιτ. <i>Οἰδίπουν</i>, κλητ. [[Οἰδίπους]].
|lsmtext='''Οἰδίπους:''' [ῐ], ὁ ([[οἰδέω]], [[πούς]]), ο Οιδίποδας, δηλ. αυτός που έχει πρησμένα πόδια (βλ. Σοφ. Ο.Τ. 718, Ευρ. Φοίν. 25)· γεν. <i>Οἰδίποδος</i>, [[αλλά]] στους Τραγ., <i>Οἰδίπου</i> (όπως αν προερχόταν από το <i>Οἴδιπος</i>), αιτ. <i>Οἰδίπουν</i>, κλητ. [[Οἰδίπους]].
}}
{{elru
|elrutext='''Οἰδίπους:''' ποδος, эп. που, πόδᾱ, πόδᾱο, ион. πόδεω ὁ (acc. Οἰδίποδα и Οἰδίπουν, voc. [[Οἰδίπους]] и Οἰδίπου) Эдип (сын фиванского царя Лаия и Иокасты - у Hom. Эпикасты, - невольно убивший отца и женившийся на своей матери; отец Этеокла, Полиника, Антигоны и Исмены) Hom. etc.
}}
}}