συμπαρακολουθέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] κάποιον σε παράλληλη [[πορεία]], [[συμβαδίζω]] με κάποιον, [[συνοδεύω]] κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ισοκρ. κ.λπ.· απόλ., σε Ξεν.
|lsmtext='''συμπαρᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] κάποιον σε παράλληλη [[πορεία]], [[συμβαδίζω]] με κάποιον, [[συνοδεύω]] κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ισοκρ. κ.λπ.· απόλ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρᾰκολουθέω:''' <b class="num">1)</b> сопровождать, следовать (τινι Plat., Aeschin.): [[φόβος]] πάντων τῶν ἡδέων συμπαρακολουθῶν Xen. опасения, сопровождающие все наслаждения; ἡ [[μνήμη]] ἡ τῷ χρόνῳ συμπαρακολουθοῦσα Isocr. память в веках;<br /><b class="num">2)</b> следить: τῷ λόγῳ ξ. Plat. следить за беседой.
}}
}}