3,277,636
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νειόθεν:''' ([[νέος]]), Ιων. αντί [[νεόθεν]], επίρρ., από το [[βάθος]], από τον πυθμένα, εκ βαθέων· [[νειόθεν]] ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε, αναστέναζε από το [[βάθος]] της καρδιάς του, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''νειόθεν:''' ([[νέος]]), Ιων. αντί [[νεόθεν]], επίρρ., από το [[βάθος]], από τον πυθμένα, εκ βαθέων· [[νειόθεν]] ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε, αναστέναζε από το [[βάθος]] της καρδιάς του, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νειόθεν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> с самого дна, из глубины: ν. ἐκ καρδίας Hom. из глубины сердца, всем сердцем;<br /><b class="num">2)</b> от всего сердца, усердно (δρᾶν Luc.). | |||
}} | }} |