δηκτικός: Difference between revisions

nl
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δηκτικός:''' -ή, -όν ([[δάκνω]]), [[ικανός]] να δαγκώνει, αυτός που έχει [[κεντρί]], που κεντρίζει, [[ερεθιστικός]], [[δριμύς]], [[οξύς]], [[καυστικός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''δηκτικός:''' -ή, -όν ([[δάκνω]]), [[ικανός]] να δαγκώνει, αυτός που έχει [[κεντρί]], που κεντρίζει, [[ερεθιστικός]], [[δριμύς]], [[οξύς]], [[καυστικός]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=δηκτικός -ή -όν [δάκνω] bijtend, stekend; overdr.: ἀστεῖον... δηκτικόν een stekelige geestigheid Luc. 9.50.
}}
}}