συνήδομαι: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνήδομαι:''' μέλ. <i>-ησθήσομαι</i>, αόρ. αʹ<i>-ήσθην</i>, αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[χαίρομαι]], τέρπομαι από κοινού με κάποιον, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· <i>συνήδομαί τινι</i>, [[χαίρομαι]] μαζί με κάποιον, μοιράζομαι τη [[χαρά]] του, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., [[χαίρομαι]], ευαρεστούμαι για [[κάτι]], [[επιχαίρω]], σε Αριστ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ. και πράγμ., σε Σοφ.
|lsmtext='''συνήδομαι:''' μέλ. <i>-ησθήσομαι</i>, αόρ. αʹ<i>-ήσθην</i>, αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[χαίρομαι]], τέρπομαι από κοινού με κάποιον, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· <i>συνήδομαί τινι</i>, [[χαίρομαι]] μαζί με κάποιον, μοιράζομαι τη [[χαρά]] του, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., [[χαίρομαι]], ευαρεστούμαι για [[κάτι]], [[επιχαίρω]], σε Αριστ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ. και πράγμ., σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ήδομαι, Att. ook ξυνήδομαι mede of samen blij zijn (met), zich samen (met...) verheugen; met dat., van personen met iem.; met dat., van zaken, met ἐπί + dat. over iets; met ὅτι -zin; met dubb. dat. met iem. over iets. zich verheugen over, genoegen of plezier beleven aan, met dat.: οὐδὲ συνήδομαι ἄλγεσιν δώματος maar ik beleef geen genoegen aan het leed van het huis Eur. Med. 136.
}}
}}