ταλασιουργικός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλᾰσιουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν.
|lsmtext='''τᾰλᾰσιουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλᾰσῐουργικός:''' шерстопрядильный (ὄργανα Xen.; [[σκευή]] Plat.).
}}
}}