δουράτεος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουράτεος:''' -α, -ον ([[δόρυ]]), αυτός που φτιάχτηκε από σανίδες ή ξύλινα δοκάρια, μαδέρια· [[ἵππος]] δ., Δούρειος, [[ξύλινος]] [[ίππος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''δουράτεος:''' -α, -ον ([[δόρυ]]), αυτός που φτιάχτηκε από σανίδες ή ξύλινα δοκάρια, μαδέρια· [[ἵππος]] δ., Δούρειος, [[ξύλινος]] [[ίππος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δουράτεος:''' (ᾰ) деревянный ([[ἵππος]] Hom.; [[παγίς]] Anth.).
}}
}}