3,274,915
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δουράτεος:''' -α, -ον ([[δόρυ]]), αυτός που φτιάχτηκε από σανίδες ή ξύλινα δοκάρια, μαδέρια· [[ἵππος]] δ., Δούρειος, [[ξύλινος]] [[ίππος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''δουράτεος:''' -α, -ον ([[δόρυ]]), αυτός που φτιάχτηκε από σανίδες ή ξύλινα δοκάρια, μαδέρια· [[ἵππος]] δ., Δούρειος, [[ξύλινος]] [[ίππος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δουράτεος:''' (ᾰ) деревянный ([[ἵππος]] Hom.; [[παγίς]] Anth.). | |||
}} | }} |