ἀπανδρόομαι: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπανδρόομαι:''' Παθ., [[ανδρώνομαι]], [[ωριμάζω]], [[ενηλικιώνομαι]], σε Ευρ., Λουκ.
|lsmtext='''ἀπανδρόομαι:''' Παθ., [[ανδρώνομαι]], [[ωριμάζω]], [[ενηλικιώνομαι]], σε Ευρ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπανδρόομαι:''' мужать Eur., Luc.
}}
}}