3,274,913
edits
(15) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μουνουχίζω]] (ΑΜ [[εὐνουχίζω]]) [[ευνούχος]]<br />[[αφαιρώ]] ή [[καταστρέφω]] τους γεννητικούς αδένες κάποιου, [[καθιστώ]] κάποιον ευνούχο, [[στειρώνω]] («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ. για τη γη) [[μεταβάλλω]] σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[φάρμακο]]) [[αφαιρώ]] τη δραστικότητά του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐνουχίζω]] ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, [[εγκρατεύομαι]], [[απέχω]] από [[κάτι]]. | |mltxt=και [[μουνουχίζω]] (ΑΜ [[εὐνουχίζω]]) [[ευνούχος]]<br />[[αφαιρώ]] ή [[καταστρέφω]] τους γεννητικούς αδένες κάποιου, [[καθιστώ]] κάποιον ευνούχο, [[στειρώνω]] («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ. για τη γη) [[μεταβάλλω]] σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[φάρμακο]]) [[αφαιρώ]] τη δραστικότητά του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐνουχίζω]] ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, [[εγκρατεύομαι]], [[απέχω]] από [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐνουχίζω:''' делать евнухом, оскоплять (τινά Luc., NT). | |||
}} | }} |